υποχή — ἡ, Α [ὑπέχω] στρογγυλό αλιευτικό δίχτυ με μακριά χειρολαβή, απόχη … Dictionary of Greek
ὑποχαῖς — ὑποχή a round fishing net fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχαί — ὑποχή a round fishing net fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
πόχα — η, Ν η αλιευτική απόχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < απόχη / απόχα (< υπόχη), με σίγηση τού αρκτικού α ] … Dictionary of Greek
ὑποχάς — ὑποχά̱ς , ὑποχή a round fishing net fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχῆς — ὑποχέω pour pres ind act 2nd sg (doric) ὑποχέω pour pres ind act 2nd sg (doric) ὑποχεύς trulla masc nom pl ὑποχεύς trulla masc nom/voc pl ὑποχή a round fishing net fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχέων — ὑποχέω pour pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) ὑποχέω pour pres part act masc nom sg ὑποχεύς trulla masc gen pl ὑποχέω̆ν , ὑποχεύς trulla masc gen pl ὑποχή a round fishing net fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)